πολύπτυχος

πολύπτυχος
πολύπτυχος
of
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολύπτυχος — η, ο / πολύπτυχος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλές πτυχές 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτυχο (παλαιογρ.) (στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη) μικρές ξύλινες πινακίδες με επίστρωση στις επιφάνειές τους φυτικής ρητίνης ή άλλης ύλης συνενωμένες σε βιβλίο …   Dictionary of Greek

  • πολύπτυχος — η, ο αυτός που έχει πολλές πτυχές: Πολύπτυχο φόρεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύπτυχον — πολύπτυχος of masc/fem acc sg πολύπτυχος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπτύχοιο — πολύπτυχος of masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπτύχοις — πολύπτυχος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπτύχοισι — πολύπτυχος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπτύχου — πολύπτυχος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπτύχους — πολύπτυχος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπτύχων — πολύπτυχος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπτυχα — πολύπτυχος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”